- τρέπῃς
- τρέπωStudien zum griech. Perf.pres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετοιμοτρεπής — ἑτοιμοτρεπής, ές (Α) αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε κάτι («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + τρεπής (< τρέπω), πρβλ. ευ τρεπής] … Dictionary of Greek